- ὅρισα
- ὁρίζωdivideaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ορίσα — Ομόσπονδο κράτος (155.782 τ. χλμ., 26 370 271 κάτ.) της Ινδικής Ένωσης, στο βορειοανατολικό Ντεκάν. Βρέχεται από τον κόλπο της Βεγγάλης προς τα Α και ΝΑ και συνορεύει με τα ομόσπονδα κράτη της Δυτικής Βεγγάλης προς τα ΒΑ, του Μπιχάρ προς τα Β,… … Dictionary of Greek
αφορίζω — όρισα και όρεσα, ίστηκα, ορισμένος και ορεσμένος, απομακρύνω, αποκηρύσσω· ειδικότερα αποκλείω κάποιον χριστιανό με επίσημη πράξη από τη χριστιανική Εκκλησία: H Εκκλησία αφόρισε το Λασκαράτο και το Ροΐδη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορίζω — όρισα, ορίστηκα, ορισμένος 1. βάζω όριο, σύνορο, καθορίζω τη θέση: Ο Έβρος ορίζει την Ελλάδα και την Τουρκία. 2. προσδιορίζω, καθορίζω χρονικά: Δεν ορίστηκε ακόμα η μέρα των εξετάσεων. 3. είμαι κύριος, εξουσιάζω: Αυτά τα νησιά τα ορίζει η Ελλάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁρίσας — ὁρίσᾱς , ὁρίζω divide aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρίσασα — ὁρίσᾱσα , ὁρίζω divide aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρίσασαν — ὁρίσᾱσαν , ὁρίζω divide aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρίσασιν — ὁρίσᾱσιν , ὁρίζω divide aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
ορίζω — (ΑΜ ὁρίζω, Α ιων. τ. οὐρίζω) [όρος (Ι)] 1. θέτω τα γεωγραφικά όρια ή χρησιμεύω ως όριο, δηλ. προσδιορίζω τη θέση τόπου, χώρας ή λαού (α. «τα Πυρηναία ορίζουν την Ισπανία προς βορράν» β. «τὴν αρχὴν ὥριζεν αὐτῷ ή Ἐρυθρά Θάλαττα», Ξεν.) 2. διατυπώνω … Dictionary of Greek
στήνω — και στένω και σταίνω Ν 1. βάζω κάτι όρθιο, τοποθετώ κάτι με τρόπο ώστε να στέκεται όρθιο («στήνω το κοντάρι τής σημαίας») 2. εγκαθιστώ, ανεγείρω («οι σεισμόπληκτοι έστησαν καλύβες») 3. ιδρύω («μαζεύτηκαν οι τρεις τους και έστησαν μια εταιρεία») 4 … Dictionary of Greek